- χρυσαύγεια
- η золотистый отблеск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσαυγείᾳ — χρυσαυγείᾱͅ , χρυσαύγεια golden lustre fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαύγεια — η, ΝΜ [χρυσαυγής] χρυσή λάμψη … Dictionary of Greek
χρυσαύγειαν — χρυσαύγεια golden lustre fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)